- σιδηρούς
- -ά, -ούν / σιδηροῡς, -ᾱ, -οῡν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. σιδήρειος Μ, και δωρ. τ. σιδάρεος, -α, -ον, και ποιητ. τ. σιδηρήεις, -εσσα, -εν, και ιων. και επικ. τ. σιδήρεος, -α, -ον, και σιδήρειος, -είη, -ον, Α1. κατασκευασμένος από σίδηρο ή από χάλυβα, σιδερένιος (α. «σιδηρούν στέμμα» β. «σιδηρέῳ ἄξονι», Ομ. Ιλ.)2. μτφ. (για έμψυχα και άψυχα) ισχυρός, σκληρός, γενναίος ή και άκαμπτος, ακαταπόνητος, όπως ο σίδηρος (α. «σιδηρούς κυβερνήτης» β. «σιδηρά κυρία» γ. «πυρὸς μένος σιδήρεον» — η ακατάσχετη ορμή τής φωτιάς, Ομ. Ιλ.δ. «κραδίη... σιδερέη», Ομ. Οδ.ε. «σιδηροῑς καὶ ἀδαμαντίνοις λόγοις», Πλάτ.)νεοελλ.φρ. α) «σιδηρές κατασκευές»τεχνολ. δομικά έργα με σιδερένιο ή, ορθότερα, με χαλύβδινο φέροντα οργανισμό, εφαρμογές τών οποίων απαντούν στη γεφυροποιία, την οικοδομική, κυρίως σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις, εργοστάσια, υπόστεγα αεροδρομίων, αποθήκες κ.ά., και στα υδραυλικά έργαβ) «σιδηρούν κάλυμμα»γεωλ. γεωλογικός σχηματισμός που αποτελείται από διάφορα σκωριόχρωμα ορυκτά οξείδια, συνήθως λειμωνίτη, τα οποία καλύπτουν ένα μεταλλοφόρο κοίτασμα και μπορεί να χρησιμοποιηθούν ως ενδείξεις για την ύπαρξη υποεπιφανειακών μεταλλοφόρων κοιτασμάτων, αλλ. γκόσαν ή γκόζανγ) «σιδηρά οδός» — η σιδηροδρομική γραμμήδ) «σιδηρούν απόθεμα»(οικον.) η ελάχιστη ποσότητα περιουσιακών αποθεμάτων, λ.χ. πρώτων υλών, εμπορευμάτων κ.ά. στοιχείων, τα οποία είναι απαραίτητα για τη συνέχιση τής κανονικής λειτουργίας μιας οικονομικής μονάδαςε) «σιδηρούν παραπέτασμα» — όρος που χρησιμοποιήθηκε κατά την περίοδο τού ψυχρού πολέμου προκειμένου να δηλωθεί το πολιτικό, στρατιωτικό και ιδεολογικό φράγμα που χώριζε την Σοβιετική Ένωση και, γενικότερα, τον ανατολικό σοσιαλιστικό κόσμο τής Ευρώπης από την υπόλοιπη ήπειροστ) «Σιδηρά Φρουρά» — φασιστική ναζιστική οργάνωση στην πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο Ρουμανίαζ) «Σιδηρές Πύλες»γεωγρ. φαράγγι τού Δούναβη, το οποίο χωρίζει τα Καρπάθια από τα όρη τού Αίμου, αποτελεί τμήμα τής συνοριακής γραμμής Ρουμανίας - Σερβίας, έχει μήκος 3 χιλιόμετρα, πλάτος 162 μέτρα και κατακόρυφα τοιχώματα διά μέσου τών οποίων ρέει ο Δούναβης, δημιουργώντας ένα από τα πιο εντυπωσιακά τοπία τής Ευρώπηςη) «σιδηρούς σταυρός» — στρατιωτικό παράσημο που θεσπίστηκε το 1813 από τον Φρειδερίκο Γουλιέλμο Γ' τής Πρωσίας, χρησιμοποιήθηκε κατά τον Γαλλο-Πρωσικό Πόλεμο τού 1870 και κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και επανήλθε σε ισχύ από τον Χίτλερ την 1η Σεπτεμβρίου 1939, ημέρα εισβολής τών γερμανικών στρατευμάτων στην Πολωνίααρχ.1. (το αρσ. πληθ. τού τ. σιδάρεος ως ουσ.) οἱ σιδάρεοισιδερένιο νόμισμα τού Βυζαντίου, πόλης τής ΝΑ Θράκης στον Βόσπορο, την οποία ίδρυσε ο Βύζας το 657 π.Χ.2. φρ. α) «σιδήρειος ὀρυμαγδός» — ο κρότος τών σιδερένιων όπλωνβ) «σιδήρεος οὐρανός» — το ουράνιο στερέωμα, το οποίο κατά την αρχαία παράδοση ήταν μεταλλικόγ) «σιδήρεον γένος»(στον Ησίοδ.) η τελευταία γενιά και η χειρότερη από όλεςδ) «χεὶρ σιδηρᾱ» — εργαλείο με σχήμα χεριού, κατάλληλο για την αρπαγή και συγκράτηση αντικειμένων, αρπάγη.[ΕΤΥΜΟΛ. < σίδηρος + επίθημα -εος / -ειος (πρβλ. πορφύρ-εος, χρύσ-εος). Ο τ. σιδηροῦς < σιδήρεος με συναίρεση (πρβλ. κυανοῦς: κυάνεος)].
Dictionary of Greek. 2013.